- βρυώδης
- βρυώδηςfull of seaweedmasc/fem acc pl (attic epic doric)βρυώδηςfull of seaweedmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)βρυώδηςfull of seaweedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρυώδης — ες (Α βρυώδης, ες) [βρύον] γεμάτος βρύα νεοελλ. όμοιος με βρύο … Dictionary of Greek
βρυώδει — βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut dat sg βρυώδεϊ , βρυώδης full of seaweed dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυώδη — βρυώδης full of seaweed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βρυώδης full of seaweed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυῶδες — βρυώδης full of seaweed masc/fem voc sg βρυώδης full of seaweed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυώδεις — βρυώδης full of seaweed masc/fem acc pl βρυώδης full of seaweed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυώδεσι — βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυώδους — βρυώδης full of seaweed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
πιλέα — (pilea). Φυτό δικοκτυλήδονο της οικογένειας των Ουρτικιδών. Αριθμεί 150 είδη, που ευδοκιμούν σε τροπικές και παρατροπικές περιοχές, κυρίως της Αμερικής. Οι π. είναι πόες πολυετείς ή μονοετείς, με φύλλα αντίθετα και τρίνευρα. Τα άνθη τους είναι… … Dictionary of Greek